- προμολῶν
- προμολήapproachfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμολών — προβλώσκω go aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… … Dictionary of Greek